- ζαρντινιέρα
- η1. έπιπλο που έχει οριζόντιες επάλληλες θέσεις για να τοποθετούνται σ' αυτές γλάστρες με καλλωπιστικά φυτά2. ανθοδοχείο με πλατύ στόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jardiniere].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαρντινιέρα — η (λ. γαλλ.), έπιπλο μεταλλικό ή πήλινο ή ξύλινο διακοσμημένο έτσι, ώστε να τοποθετούνται σ αυτό γλάστρες ή να φυτεύονται λουλούδια· τοποθετείται κυρίως στα μπαλκόνια και στις εισόδους των πολυκατοικιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιβερίδα — Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Συναντώνται στη νότια Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Το γένος περιλαμβάνει ετήσιες ή πολυετείς πόες και φρυγανώδεις θάμνους με φύλλα κατ’ εναλλαγή, ακέραια, οδοντωτά ή… … Dictionary of Greek